- τυχαίος
- -α, -ο / τυχαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑαυτός που συμβαίνει κατά τύχην, από σύμπτωση, απρόβλεπτος, μη σκόπιμος (α. «τυχαίο γεγονός» β. «τυχαία συνάντηση» γ. «ἀκούσιον καὶ οὐκ ἐξεπίτηδες γεγονέναι τὴν ἀπάντησιν», Πλούτ.)νεοελλ.1. ασήμαντος, μηδαμινός («δεν είναι τυχαίος άνθρωπος»)2. το ουδ. ως ουσ. το τυχαίο(νομ.) απρόβλεπτο αρνητικό περιστατικό, που μεταβάλλει την συνήθη πορεία τών πραγμάτων, δίχως να θεμελιώνει, κατά κανόνα, ευθύνη και, αντιστοίχως, απαίτηση τών ανυπαίτιων προσώπων στα συμφέροντα τών οποίων επιδράνεοελλ.-αρχ.το ουδ. ως ουσ. το τυχαίο συμβάν, το τυχαίο γεγονόςμσν.κοινός, συνήθης, συνηθισμένος.επίρρ...τυχαίως ΝΜΑ, και τυχαία Νκατά τύχην, κατά τρόπο τυχαίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύχη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιρ-αῖος)].
Dictionary of Greek. 2013.